καταποντισθείς

καταποντισθείς
καταποντίζω
throw into the sea
aor part pass masc nom/voc sg
καταποντίζω
throw into the sea
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • ԾՈՎԱԿՈՒՐ — ( ) NBH 1 1024 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ա. καταποντίσθεις, θαλασσόμενος mari mersus, obrutus. Ծովու կուր՝ այսինքն կերակուր եղեալ. ծովակուլ. ծովասոյզ. *Զհանապազորդ զծովակուրսն. Ոսկ. մ. ՟Ա. 13: *Աւազակ ծովակուր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”